Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τονώνω < τονόω-ῶ < τόνος της αρχαίας ελληνικής

  Ρήμα επεξεργασία

τονώνω

  1. ενδυναμώνω, αυξάνω τη ζωντάνια και την ενεργητικότητα
    η καλή διατροφή τονώνει τον οργανισμό
  2. (μεταφορικά) αναζωογονώ, εμψυχώνω
    προσπαθούσε να τονώσει το ηθικό της

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία