τονώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τονώνω < τονόω-ῶ < τόνος της αρχαίας ελληνικής
Ρήμα
επεξεργασίατονώνω
- ενδυναμώνω, αυξάνω τη ζωντάνια και την ενεργητικότητα
- η καλή διατροφή τονώνει τον οργανισμό
- (μεταφορικά) αναζωογονώ, εμψυχώνω
- προσπαθούσε να τονώσει το ηθικό της
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τονώνω | τόνωνα | θα τονώνω | να τονώνω | τονώνοντας | |
β' ενικ. | τονώνεις | τόνωνες | θα τονώνεις | να τονώνεις | τόνωνε | |
γ' ενικ. | τονώνει | τόνωνε | θα τονώνει | να τονώνει | ||
α' πληθ. | τονώνουμε | τονώναμε | θα τονώνουμε | να τονώνουμε | ||
β' πληθ. | τονώνετε | τονώνατε | θα τονώνετε | να τονώνετε | τονώνετε | |
γ' πληθ. | τονώνουν(ε) | τόνωναν τονώναν(ε) |
θα τονώνουν(ε) | να τονώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τόνωσα | θα τονώσω | να τονώσω | τονώσει | ||
β' ενικ. | τόνωσες | θα τονώσεις | να τονώσεις | τόνωσε | ||
γ' ενικ. | τόνωσε | θα τονώσει | να τονώσει | |||
α' πληθ. | τονώσαμε | θα τονώσουμε | να τονώσουμε | |||
β' πληθ. | τονώσατε | θα τονώσετε | να τονώσετε | τονώστε | ||
γ' πληθ. | τόνωσαν τονώσαν(ε) |
θα τονώσουν(ε) | να τονώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τονώσει | είχα τονώσει | θα έχω τονώσει | να έχω τονώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τονώσει | είχες τονώσει | θα έχεις τονώσει | να έχεις τονώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τονώσει | είχε τονώσει | θα έχει τονώσει | να έχει τονώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τονώσει | είχαμε τονώσει | θα έχουμε τονώσει | να έχουμε τονώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τονώσει | είχατε τονώσει | θα έχετε τονώσει | να έχετε τονώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τονώσει | είχαν τονώσει | θα έχουν τονώσει | να έχουν τονώσει |
|