τονωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τονωτικός < ελληνιστική κοινή τονωτικός < τονόω < αρχαία ελληνική τόνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tonique[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική tonic[1])
Επίθετο
επεξεργασίατονωτικός
- (κυριολεκτικά) που συμβάλλει στην τόνωση, την ενίσχυση, την ενδυνάμωση
- (μεταφορικά) που συμβάλλει στην τόνωση, την ενθάρρυνση, την εμψύχωση
- (ουσιαστικοποιημένο) τονωτικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 τονωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)