• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ενθάρρυνση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενθάρρυνση οι ενθαρρύνσεις
      γενική της ενθάρρυνσης* των ενθαρρύνσεων
    αιτιατική την ενθάρρυνση τις ενθαρρύνσεις
     κλητική ενθάρρυνση ενθαρρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθαρρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ενθάρρυνση < ενθαρρύνω + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενθάρρυνση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθαρρύνω

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • εμψύχωση
  • παρότρυνση

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • αποθάρρυνση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ενθάρρυνση
  • αγγλικά : encouragement (en), incitement (en)
  • γαλλικά : encouragement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενθάρρυνση&oldid=5471147"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:18
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:18.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie