• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παρότρυνση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρότρυνση οι παροτρύνσεις
      γενική της παρότρυνσης* των παροτρύνσεων
    αιτιατική την παρότρυνση τις παροτρύνσεις
     κλητική παρότρυνση παροτρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παροτρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παρότρυνση < (καθαρεύουσα) παρότρυνσις < παροτρύνω + -ση/-σις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παρότρυνση θηλυκό

  • η ενέργεια του παροτρύνω

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • προτροπή
  • ενθάρρυνση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    παρότρυνση
  • αγγλικά : encouragement (en)
  • γαλλικά : encouragement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παρότρυνση&oldid=5561178"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Μαΐου 2022, στις 20:50

Γλώσσες

    • English
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Μαΐου 2022, στις 20:50.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie