Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παροτρύνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παροτρύνω
<
αρχαία ελληνική
παροτρύνω
<
παρά
+
ὀτρύνω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*(s)twer-
Ρήμα
επεξεργασία
παροτρύνω
(
παθητική φωνή
:
παροτρύνομαι
)
παρακινώ
,
προτρέπω
,
παρορμώ
Συγγενικά
επεξεργασία
αλληλοπαροτρύνομαι
απαρότρυντος
οτρηρός
παρότρυνση
παροτρυντικά
παροτρυντικός
παροτρυντικώς
συμπαροτρύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παροτρύνω
αγγλικά
:
encourage
(en)
,
urge
(en)
γαλλικά
:
inciter
(fr)
,
pousser
(fr)
,
exhorter
(fr)
ρουμανικά
:
îndemna
(ro)
→
δείτε
τις
λέξεις
παρακινώ
και
προτρέπω