Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀτρύνω < *ὀ-τρυ-νjω < ή ὀ- προθεματικό + μεταπτωτική βαθμίδα θέματος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)twer-[1], ή κατ' άλλη άποψη, αβέβαιης αρχής[2] Δείτε ὀτραλέως.

ὀτρύνω

  1. διεγείρω, παρακινώ, κεντρίζω, προτρέπω, ενθαρρύνω
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 883 (883-885)
    δή ῥα τότ᾽ ὤτρυνον βασιλευέμεν ἠδὲ ἀνάσσειν | Γαίης φραδμοσύνῃσιν Ὀλύμπιον εὐρύοπα Ζῆν | ἀθανάτων·
    παρότρυναν, με συμβουλές της Γης, τον Ολύμπιο Δία το μακρύβροντο | να βασιλέψει και να κυβερνήσει | τους αθάνατους.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα) σπεύδω προς τα μπρος, επιταχύνω, αναπτύσσω ταχύτητα
  3. (στη μέση και παθητική φωνή) σπεύδω, εγείρομαι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 369 (368-369)
    εἴ κεν οἱ ἄλλοι | ἡμεῖς ὀτρυνώμεθ᾽ ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν.
    εάν εμείς οι άλλοι | αντιπαρακινούμενοι βοηθηθούμεν όλοι.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με ὀτρ-

θέμα με ὀτρα-

θέμα με ὀτρυν-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. παροτρύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ὀτραλέως σελ. 1123 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.