διεγείρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διεγείρω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διεγείρω < διά (δι-) + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική exciter) [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.eˈʝi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐γεί‐ρω
Ρήμα
επεξεργασία
διεγείρω, αόρ.: διήγειρα, παθ.φωνή: διεγείρομαι, π.αόρ.: διεγέρθηκα, μτχ.π.π.: διεγερμένος
- προκαλώντας κάποιο ερέθισμα κάνω κάτι να ενεργοποιηθεί και ν’ αντιδράσει
- (μεταφορικά) συνεπαίρνω, ενθουσιάζω
- (ειδικότερα) με κάποιο τρόπο προκαλώ κάποιον σεξουαλικά και του γεννώ ή αυξάνω τη σεξουαλική επιθυμία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ διεγείρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διεγείρω < διά (δι-) + αρχαία ελληνική ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)
Ρήμα
επεξεργασία
διεγείρω
Πηγές
επεξεργασία
- διεγείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.