Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διεγείρω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διεγείρω < διά (δι-) + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική exciter) [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.eˈʝi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ε‐γεί‐ρω

  ΡήμαΕπεξεργασία

διεγείρω, αόρ.: διήγειρα, παθ.φωνή: διεγείρομαι, π.αόρ.: διεγέρθηκα, μτχ.π.π.: διεγερμένος

  1. προκαλώντας κάποιο ερέθισμα κάνω κάτι να ενεργοποιηθεί και ν’ αντιδράσει
  2. (μεταφορικά) συνεπαίρνω, ενθουσιάζω
  3. (ειδικότερα) με κάποιο τρόπο προκαλώ κάποιον σεξουαλικά και του γεννώ ή αυξάνω τη σεξουαλική επιθυμία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και εγείρω

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διεγείρω < διά (δι-) + αρχαία ελληνική ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)

  ΡήμαΕπεξεργασία

διεγείρω

  ΠηγέςΕπεξεργασία