• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ενθουσιάζω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ενθουσιάζω < αρχαία ελληνική ἐνθουσιάζω < ἔνθους < ἔνθεος < ἐν + θεός

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενθουσιάζω (παθητική φωνή: ενθουσιάζομαι)

  • προκαλώ ενθουσιασμό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ενθουσίαση
  • ενθουσιασμένος
  • ενθουσιασμός
  • ενθουσιαστής
  • ενθουσιαστικός
  • ενθουσιάστρια
  • ενθουσιώδης
  • ενθουσιωδώς
  • ενθουσιών
  • κατενθουσιασμένος
  • κατενθουσιάζω
  • → δείτε τις λέξεις ένθεος, εν και θεός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ενθουσιάζω
  • αγγλικά : enthuse (en)
  • γαλλικά : enthousiasmer (fr)
  • γερμανικά : begeistern (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενθουσιάζω&oldid=4034268"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Απριλίου 2019, στις 11:47

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Απριλίου 2019, στις 11:47.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie