ενθουσιάζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενθουσιάζω < αρχαία ελληνική ἐνθουσιάζω < ἔνθους < ἔνθεος < ἐν + θεός
ΡήμαΕπεξεργασία
ενθουσιάζω (παθητική φωνή: ενθουσιάζομαι)
Επεξεργασία
- ενθουσίαση
- ενθουσιασμένος
- ενθουσιασμός
- ενθουσιαστής
- ενθουσιαστικός
- ενθουσιάστρια
- ενθουσιώδης
- ενθουσιωδώς
- ενθουσιών
- κατενθουσιασμένος
- κατενθουσιάζω
- → δείτε τις λέξεις ένθεος, εν και θεός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ενθουσιάζω