enthusiastic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | enthusiastic |
συγκριτικός | more enthusiastic |
υπερθετικός | most enthusiastic |
Επίθετο
επεξεργασίαenthusiastic (en)
- ενθουσιώδης, ενθουσιάζω
- ⮡ an enthusiastic welcome - ενθουσιώδης υποδοχή
- ⮡ enthusiastic speeches - ενθουσιώδεις λόγοι
- ⮡ He wasn’t able to make the crowd enthusiastic.
- Δεν μπόρεσε να ενθουσιάσει το πλήθος.
- ⮡ I am not enthusiastic about your plan.
- Δεν μ' ενθουσιάζει το σχέδιό σου.
- ≈ συνώνυμα: anxious, delirious, eager, excited, exhilarated και thrilled
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- enthusiastic - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 293. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενθουσιάζω, ενθουσιώδης