anxious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | anxious |
συγκριτικός | more anxious |
υπερθετικός | most anxious |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαanxious (en)
- ανήσυχος, έχω άγχος, αγωνιώδης, ανησυχώ, που χαρακτηρίζεται από αγωνία ή την προκαλεί
- ⮡ Economists are anxious due to the economic crisis.
- Οι οικονομολόγοι είναι ανήσυχοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
- ⮡ Why are you anxious?
- Γιατί έχεις άγχος;
- ⮡ an anxious effort/pursuit/wait - αγωνιώδης προσπάθεια/καταδίωξη/αναμονή
- ⮡ I am anxious about his safety.
- Ανησυχώ για την ασφάλειά του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous
- ⮡ Economists are anxious due to the economic crisis.
- ανυπόμονος, έχω ανυπομονησία
- ⮡ an anxious look - μια ανυπόμονη ματιά
- ⮡ I am very anxious to learn the results.
- Έχω μεγάλη ανυπομονησία να μάθω τα αποτελέσματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enthusiastic
Πηγές
επεξεργασία- anxious - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 67-68, 83. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανησυχώ, ανυπόμονος