παραθετικά
θετικός anxious
συγκριτικός more anxious
υπερθετικός most anxious

  Ετυμολογία

επεξεργασία
anxious < λατινική anxius < ango

  Επίθετο

επεξεργασία

anxious (en)

  1. ανήσυχος, έχω άγχος, αγωνιώδης, ανησυχώ, που χαρακτηρίζεται από αγωνία ή την προκαλεί
    ⮡  Economists are anxious due to the economic crisis.
    Οι οικονομολόγοι είναι ανήσυχοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
    ⮡  Why are you anxious?
    Γιατί έχεις άγχος;
    ⮡  an anxious effort/pursuit/wait - αγωνιώδης προσπάθεια/καταδίωξη/αναμονή
    ⮡  I am anxious about his safety.
    Ανησυχώ για την ασφάλειά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous
  2. ανυπόμονος, έχω ανυπομονησία
    ⮡  an anxious look - μια ανυπόμονη ματιά
    ⮡  I am very anxious to learn the results.
    Έχω μεγάλη ανυπομονησία να μάθω τα αποτελέσματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enthusiastic