nervous
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | nervous |
συγκριτικός | more nervous |
υπερθετικός | most nervous |
Επίθετο
επεξεργασίαnervous (en)
- ανήσυχος, νευρικός, έχω άγχος για κάτι ή φοβάμαι για κάτι
- ⮡ His relatives are nervous about his health.
- Οι συγγενείς του είναι ανήσυχοι για την υγεία του.
- ⮡ He’s been a bit nervous lately.
- Είναι λίγο νευρικός τελευταία.
- ⮡ Tonight I have a concert and I am nervous.
- Απόψε έχω συναυλία και έχω άγχος.
- ≈ συνώνυμα: apprehensive, anxious, concerned, distraught, high-strung, jittery, jumpy, nervy, on edge, restless, skittish, uneasy και worried
- ≠ αντώνυμα: → δείτε τη λέξη calm
- ⮡ His relatives are nervous about his health.
- νευρικός, που έχει σχέση με το νεύρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ⮡ the nervous system - το νευρικό σύστημα
- ⮡ a nervous breakdown - νευρικός κλονισμός
Πηγές
επεξεργασία- nervous - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 585. ISBN 9780194325684., λήμμα: νευρικός