παραθετικά
θετικός nervous
συγκριτικός more nervous
υπερθετικός most nervous

  Επίθετο

επεξεργασία

nervous (en)

  1. ανήσυχος, νευρικός, έχω άγχος για κάτι ή φοβάμαι για κάτι
    ⮡  His relatives are nervous about his health.
    Οι συγγενείς του είναι ανήσυχοι για την υγεία του.
    ⮡  He’s been a bit nervous lately.
    Είναι λίγο νευρικός τελευταία.
    ⮡  Tonight I have a concert and I am nervous.
    Απόψε έχω συναυλία και έχω άγχος.
     συνώνυμα:  apprehensive, anxious, concerned, distraught, high-strung, jittery, jumpy, nervy, on edge, restless, skittish, uneasy και worried
     αντώνυμα: → δείτε τη λέξη calm
  2. νευρικός, που έχει σχέση με το νεύρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
    ⮡  the nervous system - το νευρικό σύστημα
    ⮡  a nervous breakdown - νευρικός κλονισμός