παραθετικά
θετικός jumpy
συγκριτικός jumpier
υπερθετικός jumpiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jumpy < jump + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

jumpy (en)

  • (ανεπίσημο) νευρικός, ιδίως επειδή πιστεύω ότι κάτι κακό θα συμβεί
    ⮡  What is he so jumpy about today?
    Γιατί είναι τόσο νευρικός σήμερα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous