restless
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | restless |
συγκριτικός | more restless |
υπερθετικός | most restless |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrestless (en)
- ανήσυχος, νευρικός, που δεν ησυχάζει, που κινείται συνέχεια
- ανήσυχος, χωρίς πραγματική ανάπαυση ή ύπνο
- ⮡ Last night I had a restless sleep.
- Χτες βράδυ έκανα ανήσυχο ύπνο.
- ⮡ Last night I had a restless sleep.
Πηγές
επεξεργασία- restless - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 585. ISBN 9780194325684., λήμμα: νευρικός