παραθετικά
θετικός restless
συγκριτικός more restless
υπερθετικός most restless

  Ετυμολογία

επεξεργασία
restless < rest + -less

  Επίθετο

επεξεργασία

restless (en)

  1. ανήσυχος, νευρικός, που δεν ησυχάζει, που κινείται συνέχεια
    ⮡  a restless child - ανήσυχο παιδί
    ⮡  The horse is restless today.
    Το άλογο είναι νευρικό σήμερα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous
  2. ανήσυχος, χωρίς πραγματική ανάπαυση ή ύπνο
    ⮡  Last night I had a restless sleep.
    Χτες βράδυ έκανα ανήσυχο ύπνο.