• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

uneasy

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

uneasy (en)

  1. ανήσυχος
  2. ασταθής
  3. άβολος, αμήχανος

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • anxious
  • precarious
  • uncomfortable
  • awkward
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=uneasy&oldid=5245865"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:09
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 13:09.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie