concerned
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
concerned (en)
- που είναι ανήσυχος για κάτι, που νοιάζεται, που έχει ανησυχία, έγνοια
- (λιγότερο ανήσυχος από τον worried· έχει σημασία σε υπηρεσίες ασφαλείας)
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
concerned (en)