παραθετικά
θετικός skittish
συγκριτικός more skittish
υπερθετικός most skittish

skittish (en)

  • νευρικός, για άλογα που ενθουσιάζονται ή φοβούνται εύκολα και γίνονται δύσκολο να ελεγχθούν
      The horse is skittish today.
    Το άλογο είναι νευρικό σήμερα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη nervous