παραθετικά
θετικός skittish
συγκριτικός more skittish
υπερθετικός most skittish

  Επίθετο

επεξεργασία

skittish (en)

  • νευρικός, για άλογα που ενθουσιάζονται ή φοβούνται εύκολα και γίνονται δύσκολο να ελεγχθούν
    ⮡  The horse is skittish today.
    Το άλογο είναι νευρικό σήμερα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous