παραθετικά
θετικός high-strung
συγκριτικός more high-strung
υπερθετικός most high-strung

  Ετυμολογία

επεξεργασία
high-strung < high + strung

  Επίθετο

επεξεργασία

high-strung (en)

  • νευρικός, για ένα άτομο ή ένα ζώο που γίνεται νευρικό και αναστατώνεται εύκολα
    ⮡  He is a high-strung man.
    Είναι νευρικός άνθρωπος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous