Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
worried
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
Επεξεργασία
worried
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
worry
Επίθετο
Επεξεργασία
worried
(en)
έντονα
ανήσυχος
, με
αγωνία
, με σοβαρές
έγνοιες
, αρκετά έως πολύ
αγχωμένος
She was
worried
about her son who had been sent to war