worried
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | worried |
συγκριτικός | more worried |
υπερθετικός | most worried |
worried (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαworried (en)
Πηγές
επεξεργασία- worried - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 67. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανήσυχος