ενθουσιάστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενθουσιάστρια < ενθουσιαστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενθουσιάστρια θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του ενθουσιαστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενθουσιάστρια
|
ενθουσιάστρια θηλυκό
|