ένθεος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ένθεος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔνθεος < ἐν + θε(ός) + -ος
Επίθετο επεξεργασία
ένθεος, -η/ος, -ο (και σπάνια, θηλυκό ένθεα)
- που παουσιάζεται σα να έχει μέσα του τον θεό [1]
- που εμψυχώνεται από θεϊκή δύναμη [2]
- → δείτε και τη λέξη θεόπνευστος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ένθεος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.