inspiré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspiré | inspirés |
θηλυκό | inspirée | inspirées |
Επίθετο
επεξεργασίαinspiré (fr)
- εμπνευσμένος
- inspiré par la nature - εμπνευσμένος από την φύση
- βαθυστόχαστος
- il a pris un air inspiré - πήρε ένα βαθυστόχαστο ύφος