Ετυμολογία

επεξεργασία
emballer < (en-) em- + ball(e) + er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ba.le/
 

emballer (fr)

  1. πακετάρω, αμπαλάρω, περιτυλίγω, συσκευάζω
  2. (οικείο) ενθουσιάζω
    ⮡  Il veut venir avec nous : l'idée ne m'emballe pas.
    θέλει να έρθει μαζί μας: η ιδέα δεν με ενθουσιάζει.
  3. ξελογιάζω, ρίχνω
    ⮡  emballer une fille - ξελογιάζω μια κοπέλα, ρίχνω μια κοπέλα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη balle