emballer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαemballer (fr)
- πακετάρω, αμπαλάρω, περιτυλίγω, συσκευάζω
- (οικείο) ενθουσιάζω
- ⮡ Il veut venir avec nous : l'idée ne m'emballe pas.
- θέλει να έρθει μαζί μας: η ιδέα δεν με ενθουσιάζει.
- ⮡ Il veut venir avec nous : l'idée ne m'emballe pas.
- ξελογιάζω, ρίχνω
- ⮡ emballer une fille - ξελογιάζω μια κοπέλα, ρίχνω μια κοπέλα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη balle