αμπαλάρω
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμπαλάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική abballar(e) + -ω [1][2] < → δείτε τη λέξη balla
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /am.baˈla.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπα‐λά‐ρω
Ρήμα Επεξεργασία
αμπαλάρω, στ.μέλλ.: θα αμπαλάρω, αόρ.: αμπαλάρισα, παθ.φωνή: αμπαλάρομαι, π.αόρ.: αμπαλαρίστηκα, μτχ.π.π.: αμπαλαρισμένος
- τοποθετώ με τάξη αντικείμενα μέσα σε κιβώτιο, κουτί, φάκελο κλπ ή τα τυλίγω με χαρτί ή άλλο παρόμοιο υλικό και στη συνέχεια ασφαλίζω το δέμα πριν το μεταφέρω ή το στείλω ταχυδρομικώς κάπου
Συνώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
- αμπαλάγιο
- αμπαλάζ
- αμπαλάρισμα
- επίσης ἐμβαλλάγιον (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ αμπαλάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ αμπαλάρω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας