Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐμβαλλάγιον τὰ ἐμβαλλάγια
      γενική τοῦ ἐμβαλλαγίου τῶν ἐμβαλλαγίων
      δοτική τῷ ἐμβαλλαγί τοῖς ἐμβαλλαγίοις
    αιτιατική τὸ ἐμβαλλάγιον τὰ ἐμβαλλάγια
     κλητική ! ἐμβαλλάγιον ἐμβαλλάγια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμβαλλάγιον < (λόγιο δάνειο) γαλλική emballage + -ιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɱ.vaˈla.ʝi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ἐμ‐βαλ‐λά‐γι‐ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐμβαλλάγιον ουδέτερο

Απόγονοι επεξεργασία

H λέξη έδωσε τύπους

  Πηγές επεξεργασία