περικάλυμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περικάλυμμα < αρχαία ελληνική περικάλυμμα < περικαλύπτω < περί + καλύπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
περικάλυμμα ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περικάλυμμα
|