περίβλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίβλημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίβλημα (φόρεμα, ελληνιστική σημασία: μεμβράνη). Και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική enveloppe, revêtement[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περί- + βλημ- (βλήμα) από το βάλλω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾi.vli.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίβλημα ουδέτερο
- οτιδήποτε περιβάλλει κάτι
- (μεταφορικά) αυτό που γίνεται αντιληπτό επιφανειακά και όχι η ουσία
Συγγενικά
επεξεργασίακαι δείτε
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ περίβλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας