επιφανειακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιφανειακά < επιφανειακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
επιφανειακά
- με επιφανειακό τρόπο
- στην επιφάνεια
- (μεταφορικά) από πρώτη άποψη
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
με επιφανειακό τρόπο
από πρώτη άποψη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
επιφανειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιφανειακό