παραθετικά
θετικός superficially
συγκριτικός more superficially
υπερθετικός most superficially

  Ετυμολογία

επεξεργασία
superficially < superficial + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

superficially (en)

  • επιφανειακά, ακροθιγώς, με τρόπο που δεν είναι σοβαρός ή σημαντικός και είναι χωρίς καμία κατανόηση ή συναίσθημα
    ⮡  Topics that are important for science and our lives I will present briefly but not superficially.
    Θέματα που είναι σημαντικά για την επιστήμη και την ζωή μας θα τα παρουσιάσω σύντομα αλλά όχι επιφανειακά.
    ⮡  We discussed many topics superficially.
    Ακροθιγώς συζητήσαμε πολλά θέματα.