Ετυμολογία

επεξεργασία
ξώπετσα < ξω- + πέτσα

  Επίρρημα

επεξεργασία

ξώπετσα

 συνώνυμα: ξώδερμα, ξώσαρκα
ζει ξώπετσα από τις χαρές και τις λύπες της ζωής
 αντώνυμα: κατάκαρδα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • παίρνω κάτι ξώπετσα: δεν πηγαίνω στο βάθος των πραγμάτων, μένω στην επιφάνειά τους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
επιφανειακά (βλέπε λέξη)