• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κατάκαρδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίρρημα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάκαρδα < κατα- + καρδιά + -α

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈta.kaɾ.ða/

Επίρρημα

επεξεργασία

κατάκαρδα

  1. (κυριολεκτικά) στην καρδιά ή γενικότερα στο μέρος της καρδιάς
  2. (μεταφορικά) μέχρι την καρδιά, υπερβολικά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη καρδιά

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ((ελληνιστική κοινή)) κατακάρδιος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κατάκαρδα
  • γαλλικά : à cœur (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κατάκαρδα&oldid=5481633"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 00:34

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 00:34.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας