κατακάρδιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κατακάρδιος | τὸ κατακάρδιον | οἱ, αἱ κατακάρδιοι | τὰ κατακάρδια |
Γενική | τοῦ, τῆς κατακαρδίου | τοῦ κατακαρδίου | τῶν κατακαρδίων | τῶν κατακαρδίων |
Δοτική | τῷ, τῇ κατακαρδίῳ | τῷ κατακαρδίῳ | τοῖς, ταῖς κατακαρδίοις | τοῖς κατακαρδίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κατακάρδιον | τὸ κατακάρδιον | τοὺς, τὰς κατακαρδίους | τὰ κατακάρδια |
Κλητική | κατακάρδιε | κατακάρδιον | κατακάρδιοι | κατακάρδια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κατακαρδίω | |||
Γενική-Δοτική | κατακαρδίοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κατακάρδιος, -ος, -ον