βλήμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλήμα | τα | βλήματα |
γενική | του | βλήματος | των | βλημάτων |
αιτιατική | το | βλήμα | τα | βλήματα |
κλητική | βλήμα | βλήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλῆμα > βάλλω βλη- + -μα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλή‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλήμα ουδέτερο
- καθετί που ρίχνεται εναντίον ενός στόχου και, κυρίως, με βλητικό μηχανισμό όπλου και με σκοπό να προκαλέσει βλάβη
- (υβριστικό) ο ανόητος άνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασίαΘέμα βλη- του βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βλήμα