βλητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλητική | οι | βλητικές |
γενική | της | βλητικής | των | βλητικών |
αιτιατική | τη | βλητική | τις | βλητικές |
κλητική | βλητική | βλητικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου βλητικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική balistique)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλητική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βλητική