balistique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.lis.tik/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
balistique | balistiques |
balistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
balistique | balistiques |
balistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό