Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαλλιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαλλιστικ
ός
η
βαλλιστικ
ή
το
βαλλιστικ
ό
γενική
του
βαλλιστικ
ού
της
βαλλιστικ
ής
του
βαλλιστικ
ού
αιτιατική
τον
βαλλιστικ
ό
τη
βαλλιστικ
ή
το
βαλλιστικ
ό
κλητική
βαλλιστικ
έ
βαλλιστικ
ή
βαλλιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαλλιστικ
οί
οι
βαλλιστικ
ές
τα
βαλλιστικ
ά
γενική
των
βαλλιστικ
ών
των
βαλλιστικ
ών
των
βαλλιστικ
ών
αιτιατική
τους
βαλλιστικ
ούς
τις
βαλλιστικ
ές
τα
βαλλιστικ
ά
κλητική
βαλλιστικ
οί
βαλλιστικ
ές
βαλλιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαλλιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
βαλλιστικός, -ή, -ό
σχετικός με το
βαλλισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαλλιστικός
αγγλικά
:
ballistic
(en)
γαλλικά
:
balistique
(fr)