Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βεληνεκές τα βεληνεκή
      γενική του βεληνεκούς των βεληνεκών
    αιτιατική το βεληνεκές τα βεληνεκή
     κλητική βεληνεκές βεληνεκή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεληνεκές < (καθαρεύουσα), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βεληνεκής < βέλ(ος) + θέμα ενεκ- με έκταση του αρχικού φωνήεντος σε ⟨η⟩ λόγω της σύνθεσης, από το ἤνεγκον, όπως ως αόριστος του ρήματος φέρω.[1] → δείτε και τις λέξεις διηνεκής και δουρηνεκής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.li.neˈces/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐λη‐νε‐κές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεληνεκές ουδέτερο

  1. (φυσική) η μέγιστη οριζόντια μετατόπιση ενός σώματος, όταν αυτό εκτελεί οριζόντια βολή (η απόσταση από το σημείο βολής έως το σημείο πρόσκρουσης)
  2. (για όπλα) μέγιστο βεληνεκές: η μέγιστη απόσταση στην οποία μπορεί να εκτοξευτεί ένα βλήμα
  3. (για όπλα) δραστικό βεληνεκές: η μέγιστη απόσταση στην οποία μπορεί να εκτοξεύσει ένα βλήμα και να πλήξει αποτελεσματικά το στόχο του
  4. (για όπλα) ωφέλιμο βεληνεκές: η μέγιστη απόσταση στην οποία μπορεί να εκτοξεύσει ένα βλήμα και να πλήξει το στόχο του, προκαλώντας τραυματισμό μεγάλου βαθμού
  5. (για όπλα) απόλυτο μέγιστο βεληνεκές: η μέγιστη απόσταση στην οποία θα φτάσει το βλήμα με γωνία βολής +45° ως προς τον ορίζοντα. Στην απόσταση αυτή το βλήμα διανύει μεγάλη διαδρομή και η αντίσταση του αέρα ανακόπτει την ταχύτητά του αρκετά ώστε να μην έχει αρκετή ενέργεια, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στον στόχο που θα βρεθεί μέσα στη τροχιά του.
  6. (μεταφορικά) η επιρροή που μπορεί να ασκήσει κάποιος με το λόγο του, τις απόψεις του, τη δράση του

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.