μετατόπιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετατόπιση | οι | μετατοπίσεις |
γενική | της | μετατόπισης* | των | μετατοπίσεων |
αιτιατική | τη | μετατόπιση | τις | μετατοπίσεις |
κλητική | μετατόπιση | μετατοπίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετατοπίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετατόπιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετατόπιση θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετατόπιση