πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετατόπιση οι μετατοπίσεις
      γενική της μετατόπισης* των μετατοπίσεων
    αιτιατική τη μετατόπιση τις μετατοπίσεις
     κλητική μετατόπιση μετατοπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετατοπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετατόπιση θηλυκό

  1. μεταβολή της θέσης ενός κινούμενου σώματος
  2. (ιατρική)  δείτε τη λέξη αλλόθεση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία