Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετατόπιση οι μετατοπίσεις
      γενική της μετατόπισης* των μετατοπίσεων
    αιτιατική τη μετατόπιση τις μετατοπίσεις
     κλητική μετατόπιση μετατοπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετατοπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετατόπιση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετατόπιση θηλυκό

  1. μεταβολή της θέσης ενός κινούμενου σώματος
  2. (ιατρική) → δείτε τη λέξη αλλόθεση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία