déplacement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- déplacement < déplacer
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.pla.smɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déplacement | déplacements |
déplacement (fr) αρσενικό
- η μετακίνηση, η μετατόπιση
- ο εκτοπισμός, η εκτόπιση