Ετυμολογία

επεξεργασία
déplacement < déplacer

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déplacement déplacements

déplacement (fr) αρσενικό

  1. η μετακίνηση, η μετατόπιση
  2. ο εκτοπισμός, η εκτόπιση

Συγγενικά

επεξεργασία