Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
range ranges

range (en)

  1. ομάδα ομοίων, οροσειρά
  2. βοσκότοπος
  3. σειρά, γραμμή, στοίχος
  4. πεδίο, έκταση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extent
  5. πεδίο βολής, σκοπευτήριο
  6. η γκάμα, φάσμα, όρια, διακύμανση, κλίμακα (π.χ. μισθών ή ταχυτήτων)
    ⮡  a wide range of products - μεγάλη γκάμα προϊόντων
  7. ακτίνα (ως ακτίνα κύκλου, π.χ. σε ακτίνα 5 μέτρων), εμβέλεια (π.χ. όρασης, ακοής, βολής), βεληνεκές, απόσταση
  8. το τζάκι για μαγείρεμα
  9. η εστία κουζίνας
    ⮡  an induction range - επαγωγική εστία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stovetop
  10. στα πυροβόλα όπλα: ακτίνα βολής
  11. (μαθηματικά) πεδίο τιμών
    Τhe range of function f equals the set of real numbers (Το πεδίο τιμών της συναρτήσεως f είναι το σύνολο των πραγματικών αριθμών)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας range
γ΄ ενικό ενεστώτα ranges
αόριστος ranged
παθητική μετοχή ranged
ενεργητική μετοχή ranging

range (en)

  1. στοιχίζω, τακτοποιώ, παρατάσσω (ως μεταβατικό)
  2. περιφέρομαι, περιέρχομαι σε ορισμένη περιοχή, διατρέχω (τιμές, ενδείξεις), διασχίζω
  3. εκτείνομαι, απλώνομαι, κυμαίνομαι, ποικίλω, κλιμακούμαι
    ⮡  The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
    Το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα.
  4. (μαθηματικά) παίρνω τιμή (για μια μεταβλητή που μπορεί να πάρει οποιαδήποτε τιμή εντός ορισμένου ορίου)
    The variable x ranges over all real values from 0 to 10 (Η μεταβλητή Χ μπορεί να πάρει οποιαδήποτε πραγματική τιμή απότο 0 έως το 10)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • range myself with συντάσσομαι με, παίρνω το μέρος κάποιος