range
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
range | ranges |
range (en)
- ομάδα ομοίων, οροσειρά
- βοσκότοπος
- σειρά, γραμμή, στοίχος
- πεδίο, έκταση
- πεδίο βολής, σκοπευτήριο
- η γκάμα, φάσμα, όρια, διακύμανση, κλίμακα (π.χ. μισθών ή ταχυτήτων)
- ⮡ a wide range of products - μεγάλη γκάμα προϊόντων
- ακτίνα (ως ακτίνα κύκλου, π.χ. σε ακτίνα 5 μέτρων), εμβέλεια (π.χ. όρασης, ακοής, βολής), βεληνεκές, απόσταση
- το τζάκι για μαγείρεμα
- η εστία κουζίνας
- στα πυροβόλα όπλα: ακτίνα βολής
- (μαθηματικά) πεδίο τιμών
- Τhe range of function f equals the set of real numbers (Το πεδίο τιμών της συναρτήσεως f είναι το σύνολο των πραγματικών αριθμών)
Συνώνυμα
επεξεργασία- ballpark (ανεπίσημο)
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | range |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ranges |
αόριστος | ranged |
παθητική μετοχή | ranged |
ενεργητική μετοχή | ranging |
range (en)
- στοιχίζω, τακτοποιώ, παρατάσσω (ως μεταβατικό)
- περιφέρομαι, περιέρχομαι σε ορισμένη περιοχή, διατρέχω (τιμές, ενδείξεις), διασχίζω
- εκτείνομαι, απλώνομαι, κυμαίνομαι, ποικίλω, κλιμακούμαι
- ⮡ The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
- Το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα.
- ⮡ The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
- (μαθηματικά) παίρνω τιμή (για μια μεταβλητή που μπορεί να πάρει οποιαδήποτε τιμή εντός ορισμένου ορίου)
- The variable x ranges over all real values from 0 to 10 (Η μεταβλητή Χ μπορεί να πάρει οποιαδήποτε πραγματική τιμή απότο 0 έως το 10)
Εκφράσεις
επεξεργασία- range myself with συντάσσομαι με, παίρνω το μέρος κάποιος