κλιμακούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλιμακούμαι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κλιμακοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος κλιμακῶ (κλιμακόω)[1] < αρχαία ελληνική κλῖμαξ
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κλιμακούμαι στο τρίτο πρόσωπο ενικού κλιμακούται και πληθυντικού κλιμακούνται
- (λόγιο) κλιμακώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος κλιμακώνω
- ↪ τα αντίστοιχα επιτόκια κλιμακούνται
- ↪ Κλιμακούται η πολιτική αντιπαράθεση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .