κλιμακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλιμακώνομαι < κλιμακώνω
Ρήμα
επεξεργασίακλιμακώνομαι
- οξύνομαι, ανεβαίνω σημαντικά σε μια κλίμακα, διαβάθμιση: χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο ενεστώτα και αποκλειστικά για άψυχα ή αφηρημένα ουσιαστικά
- Οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο
- Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται