Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιμακώνομαι < κλιμακώνω

  Ρήμα επεξεργασία

κλιμακώνομαι

  1. οξύνομαι, ανεβαίνω σημαντικά σε μια κλίμακα, διαβάθμιση: χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο ενεστώτα και αποκλειστικά για άψυχα ή αφηρημένα ουσιαστικά
    Οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο
    Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία