αποκλιμακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκλιμακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποκλιμακώνω
Ρήμα
επεξεργασίααποκλιμακώνομαι
- (στο τρίτο πρόσωπο, για αφηρημένα ουσιαστικά) μειώνεται ή χαλαρώνει η ένταση που είχε σχετικά πρόσφατα κορυφωθεί, που είχε προηγουμένως κλιμακωθεί, κατεβαίνει η βαθμίδα όξυνσης μιας κατάστασης
- Οι απειλές για άτακτη χρεωκοπία αποκλιμακώθηκαν όταν οι Ιρλανδοί δέχτηκαν να υποστούν και άλλα μέτρα λιτότητας
- Η αντιπαράθεση αποκλιμακώθηκε όταν κάποιος ξαφνικά είπε ένα ανέκδοτο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκλιμακώνομαι | αποκλιμακωνόμουν(α) | θα αποκλιμακώνομαι | να αποκλιμακώνομαι | ||
β' ενικ. | αποκλιμακώνεσαι | αποκλιμακωνόσουν(α) | θα αποκλιμακώνεσαι | να αποκλιμακώνεσαι | (αποκλιμακώνου) | |
γ' ενικ. | αποκλιμακώνεται | αποκλιμακωνόταν(ε) | θα αποκλιμακώνεται | να αποκλιμακώνεται | ||
α' πληθ. | αποκλιμακωνόμαστε | αποκλιμακωνόμαστε αποκλιμακωνόμασταν |
θα αποκλιμακωνόμαστε | να αποκλιμακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποκλιμακώνεστε | αποκλιμακωνόσαστε αποκλιμακωνόσασταν |
θα αποκλιμακώνεστε | να αποκλιμακώνεστε | (αποκλιμακώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποκλιμακώνονται | αποκλιμακώνονταν αποκλιμακωνόντουσαν |
θα αποκλιμακώνονται | να αποκλιμακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκλιμακώθηκα | θα αποκλιμακωθώ | να αποκλιμακωθώ | αποκλιμακωθεί | ||
β' ενικ. | αποκλιμακώθηκες | θα αποκλιμακωθείς | να αποκλιμακωθείς | αποκλιμακώσου | ||
γ' ενικ. | αποκλιμακώθηκε | θα αποκλιμακωθεί | να αποκλιμακωθεί | |||
α' πληθ. | αποκλιμακωθήκαμε | θα αποκλιμακωθούμε | να αποκλιμακωθούμε | |||
β' πληθ. | αποκλιμακωθήκατε | θα αποκλιμακωθείτε | να αποκλιμακωθείτε | αποκλιμακωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποκλιμακώθηκαν αποκλιμακωθήκαν(ε) |
θα αποκλιμακωθούν(ε) | να αποκλιμακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκλιμακωθεί | είχα αποκλιμακωθεί | θα έχω αποκλιμακωθεί | να έχω αποκλιμακωθεί | αποκλιμακωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποκλιμακωθεί | είχες αποκλιμακωθεί | θα έχεις αποκλιμακωθεί | να έχεις αποκλιμακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκλιμακωθεί | είχε αποκλιμακωθεί | θα έχει αποκλιμακωθεί | να έχει αποκλιμακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκλιμακωθεί | είχαμε αποκλιμακωθεί | θα έχουμε αποκλιμακωθεί | να έχουμε αποκλιμακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκλιμακωθεί | είχατε αποκλιμακωθεί | θα έχετε αποκλιμακωθεί | να έχετε αποκλιμακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκλιμακωθεί | είχαν αποκλιμακωθεί | θα έχουν αποκλιμακωθεί | να έχουν αποκλιμακωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκλιμακώνομαι