Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκλιμακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποκλιμακώνω

αποκλιμακώνομαι

  1. (στο τρίτο πρόσωπο, για αφηρημένα ουσιαστικά) μειώνεται ή χαλαρώνει η ένταση που είχε σχετικά πρόσφατα κορυφωθεί, που είχε προηγουμένως κλιμακωθεί, κατεβαίνει η βαθμίδα όξυνσης μιας κατάστασης
    Οι απειλές για άτακτη χρεωκοπία αποκλιμακώθηκαν όταν οι Ιρλανδοί δέχτηκαν να υποστούν και άλλα μέτρα λιτότητας
    Η αντιπαράθεση αποκλιμακώθηκε όταν κάποιος ξαφνικά είπε ένα ανέκδοτο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία