↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκλιμακούμενος η αποκλιμακούμενη το αποκλιμακούμενο
      γενική του αποκλιμακούμενου της αποκλιμακούμενης του αποκλιμακούμενου
    αιτιατική τον αποκλιμακούμενο την αποκλιμακούμενη το αποκλιμακούμενο
     κλητική αποκλιμακούμενε αποκλιμακούμενη αποκλιμακούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκλιμακούμενοι οι αποκλιμακούμενες τα αποκλιμακούμενα
      γενική των αποκλιμακούμενων των αποκλιμακούμενων των αποκλιμακούμενων
    αιτιατική τους αποκλιμακούμενους τις αποκλιμακούμενες τα αποκλιμακούμενα
     κλητική αποκλιμακούμενοι αποκλιμακούμενες αποκλιμακούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκλιμακούμενος < λόγια μετοχή παθητικού ενεστώτα αποκλιμακώνομαι

αποκλιμακούμενος, -η, -ο

  1. όταν αποκλιμακωθεί, αφού, εφόσον αποκλιμακωθεί σε μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον, με προϋπόθεση να αποκλιμακωθεί
    Θα μπορέσουν να συζητήσουν, αποκλιμακουμένης όμως της έντασης που τώρα καθιστά κάθε συνεννόηση αδύνατη
  2. που αποκλιμακώνονται τώρα
    Αποκλιμακούμενα τα επιτόκια, ελευθερώνουν τις δυνάμεις της...
    Παράλληλα, αποκλιμακούμενα βαίνουν αυτή την ώρα και τα spreads
  3. όταν ή επειδή αποκλιμακώθηκε σε κάποια ορισμένη χρονική στιγμή του παρελθόντος
    αποκλιμακουμένης της έντασης, οι δύο ηγέτες τελικά συναντήθηκαν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία