Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφόσον < ελληνιστική κοινή, ἐφ' ὅσον

  Σύνδεσμος επεξεργασία

εφόσον

  1. με την προϋπόθεση ότι, επειδή, αφού
    εφόσον θέλεις να το κάνεις, θα το κάνεις
  2. όταν
    εφόσον έχει καλό καιρό, θα πάμε βόλτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία