εφόσον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφόσον < ελληνιστική κοινή, ἐφ' ὅσον
Σύνδεσμος επεξεργασία
εφόσον
- με την προϋπόθεση ότι, επειδή, αφού
- εφόσον θέλεις να το κάνεις, θα το κάνεις
- όταν
- εφόσον έχει καλό καιρό, θα πάμε βόλτα