διαβάθμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαβάθμιση | οι | διαβαθμίσεις |
γενική | της | διαβάθμισης* | των | διαβαθμίσεων |
αιτιατική | τη | διαβάθμιση | τις | διαβαθμίσεις |
κλητική | διαβάθμιση | διαβαθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβαθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαβάθμιση < μαρτυρείται από το 1838 στην καθαρεύουσα (διαβάθμισις)[1]< διαβαθμίζω + -σις, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική graduation[2][3])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβάθμιση θηλυκό
- η κατάταξη σε μια σειρά σύμφωνα με κάποια κριτήρια
- (ειδικότερα) (για έγγραφα, πληροφορίες) κατηγοριοποίηση ως προς τον βαθμό του απορρήτου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- διαβαθμίζω
- → δείτε τη λέξη βαθμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβάθμιση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 275, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ διαβάθμιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ διαβάθμιση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.