διαβάθμισις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβάθμισις (μαρτυρείται από το 1838) [1] < διαβαθμί(ζω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβάθμισις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 275, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου