Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβαθμίζω < διά + βαθμός + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) graduer)

διαβαθμίζω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία