Ετυμολογία

επεξεργασία
graduation < graduate + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

graduation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αποφοίτηση
    ⮡  With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
    Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας.
  2. η βαθμονομική εγχάραξη



  Ετυμολογία

επεξεργασία
graduation < graduer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
graduation graduations

graduation (fr) θηλυκό