Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
graduate graduates

graduate (en)

  • ο/η πτυχιούχος
    ⮡  A graduate is presumptively educated.
    Ένας πτυχιούχος είναι κατά τεκμήριο μορφωμένος.
ενεστώτας graduate
γ΄ ενικό ενεστώτα graduates
αόριστος graduated
παθητική μετοχή graduated
ενεργητική μετοχή graduating

graduate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφοιτώ, παίρνω το πτυχίο μου από πανεπιστήμιο ή κολέγιο
    ⮡  She graduated from university with honors.
    Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο με άριστα.
    ⮡  He graduated from Cambridge/with a law degree.
    Πήρε πτυχίο από το Καίμπριτζ/στα νομικά.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, αμερικανική σημασία) αποφοιτώ, τελειώνω τη φοίτησή μου σε οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυμα
    ⮡  He graduated from high school with honors.
    Αποφοίτησε από το λύκειο με άριστα.
  3. (μεταβατικό, αμερικανική σημασία) δίνω πτυχίο σε κάποιον
    ⮡  Our university graduated 300 students last year.
    Το πανεπιστήμιο μας έδωσε πτυχία σε 300 σπουδαστές πέρυσι.