graduate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
graduate | graduates |
graduate (en)
- ο/η πτυχιούχος
- ⮡ A graduate is presumptively educated.
- Ένας πτυχιούχος είναι κατά τεκμήριο μορφωμένος.
- ⮡ A graduate is presumptively educated.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | graduate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | graduates |
αόριστος | graduated |
παθητική μετοχή | graduated |
ενεργητική μετοχή | graduating |
graduate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφοιτώ, παίρνω το πτυχίο μου από πανεπιστήμιο ή κολέγιο
- ⮡ She graduated from university with honors.
- Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο με άριστα.
- ⮡ He graduated from Cambridge/with a law degree.
- Πήρε πτυχίο από το Καίμπριτζ/στα νομικά.
- ⮡ She graduated from university with honors.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, αμερικανική σημασία) αποφοιτώ, τελειώνω τη φοίτησή μου σε οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυμα
- ⮡ He graduated from high school with honors.
- Αποφοίτησε από το λύκειο με άριστα.
- ⮡ He graduated from high school with honors.
- (μεταβατικό, αμερικανική σημασία) δίνω πτυχίο σε κάποιον
- ⮡ Our university graduated 300 students last year.
- Το πανεπιστήμιο μας έδωσε πτυχία σε 300 σπουδαστές πέρυσι.
- ⮡ Our university graduated 300 students last year.