Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτυχιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
πτυχιούχ
ος
οι
πτυχιούχ
οι
γενική
του
/
της
πτυχιούχ
ου
των
πτυχιούχ
ων
αιτιατική
τον
/
την
πτυχιούχ
ο
τους
/
τις
πτυχιούχ
ους
κλητική
πτυχιούχ
ε
πτυχιούχ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτυχιούχος
<
πτυχί(ο)
+
-ούχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτυχιούχος
αρσενικό ή θηλυκό
κάτοχος
πτυχίου
ανώτατης σχολής
Συνώνυμα
επεξεργασία
διπλωματούχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτυχιούχος
αγγλικά
:
graduate
(en)
γαλλικά
:
diplomé
(fr)